ἄλλοτε

[106] ἄλλοτε, ein andermal, zu anderer Zeit, sonst, Hom. z. B. Iliad. 13, 776 ἄλλοτε δή ποτε, 19, 200 ἄλλοτέ περ, 20, 90. 187 ἤδη καὶ ἄλλοτε, 22, 171 ἄλλοτε δ' αὖτε, 15, 684 ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται; 5, 595 ἄλλοτε μένἄλλοτε, bald – bald, 21, 464 ἄλλοτε μένἄλλοτε δέ, 18, 472 Od. 5. 331 ἄλλοτε μένἄλλοτε δ' αὖτε, Iliad. 18, 159 ἄλλοτεἄλλοτε δ' αὖτε, 18, 602 ὁτὲ μένἄλλοτε δ' αὖ, 11, 65 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε δέ, 20, 50 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε. 11, 566 ἄλλοτε μένὁτὲ δέ, 24, 10 ἄλλοτεἄλλοτε δ' αὖτεἄλλοτε δέτοτὲ δέ; – τότε μέν – ἄλλοτε δέ Soph. El. 739; ποτὲ μένἄλλοτε δέ Ant. 367; ἄλλοτε ἄλλος Aesch. Prom. 276 Soph. Phil. 694 und stets bei Pind. (13mäl); eben so in Prosa; auch ἄλλοτ' ἄλλῃ, ἄλλοτ' ἄλλοσε; νῦν τε καὶ ἄλλοτε δὴ πολλάκις Theaet. 187 c; ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε, dann u. wann, Xen. An. 2, 4, 26.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 106.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: