[141] ἀμφι-πείρω, aufspießen, Hom. μίστυλλόν τ' ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν (-εν) Iliad. 1, 465. 2, 428. 9, 210 Od. 3, 462. 12, 365. 14, 75. 430.