[190] ἀν-αίσχυντος, schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; ϑῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.