[191] ἀνα-κεράννυμι (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖϑις ἀνακραϑέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.