[196] ἄν-αλκις, ιδος, ohnmächtig, schwach, feig, Hom. öfter, z. B. ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις Iliad. 2, 201; κακὸν καὶ ἀνάλκιδα 8, 153; ἀνδρὸς ἀνάλκιδος οὐτιδανοῖο 11, 390; ἄναλκις ϑεός 5, 331; γυναῖκας ἀνάλκιδας 5, 349; ἀνάλκιδος Αἰγίσϑοιο Od. 3, 810, vgl. 4, 334. 17, 125; ἀνάλκιδα φύζαν Iliad. 15, 62, ϑυμόν 16, 855; αἱρήσει με καὶ ὧς, καὶ ἀνάλκιδα δειροτομήσει Iliad. 21. 555; der accus. ἄναλκιν steht bei Hom. nur Od. 3, 875; sonst bei Pind. Ol. 1, 81; Aesch. Ag. 1197. – Auch Sp. D., wie Man. 3, 160.