[241] ἀν-όμοιος, unähnlich, ungleich, καὶ διάφορος Plat. Legg. IX, 716 d (ἀνομοία Lob. Phryn. 106); τινί, öfter; ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια ἑαυτοῖς Parm. 165 d; ἐναντιώτατα καὶ ἀνομοιότατα 159 a; τὸ ἀνόμοιον, Unähnlichkeit. – Adv. ἀνομοίως.