[277] ἀπ-αλοάω, p. ἀπαλοιάω, eigtl. ausdreschen, σῖτος ἀπηλοημένος Dem. 42, 5; Theophr.; zerdreschen, zerprügeln, ὀστέα ἀπηλοίησεν Il. 4, 522.