[277] ἀπ-αμβλύνω, abstumpfen, τεϑηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Aesch. Spt. 697, du wirst mich in meinem Entschlusse nicht wankend machen; schwächen, ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει ἐλπίδας Pind. P. 1, 82. Häufiger im pass., schwächer, milder werden, ἀπαμβλυνϑήσεται Aesch. Prom. 686; γηράσκοντι αἱ φρένες ἀπαμβλύνονται ἐς πάντα πρήγματα Her. 3, 134; Plat. Rep. IV, 442; Plut.