[287] ἀπ-ερημόω, verwüsten, Sp.; pass. entblößt, verlassen werden, τινός, von etwas, ἀπηρημωμένος τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Plat. Polit. 2740; Plut. Lyc. 9; γυμνὸς καὶ ἀπηρημωμένος ἀπὸ πάντων Plat. Soph. 237 d.