[299] ἀπο-δάκνω (s. δάκνω), anbeißen, ἄρτου δὶς ἀποδακών Aristom. com. Ath. I, 11 d; Xen. Conv. 5, 7; μῆλα ἀποδεδηγμένα Luc. Tox. 13.