[303] ἀπο-θρώσκω (s. ϑρώσκω, 1) herabspringen, νηός Il. 2, 702. 16, 748; ἀπὸ λέκτροιο ϑοροῦσα Od. 23, 32; ἀπ' ἵππου Her. 3, 129; ἀποϑορόντες ἀπ' ἵππων 1, 80. – 2) abspringen, weggeschnellt werden, Iliad. 16, 773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιϑορόντες, 15, 314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀιστοὶ ϑρῶσκον. – 3) von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1, 58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.