[323] ἀπο-σβέννυμι (s. σβέννυμι), auslöschen, vertilgen. λαμπρὸν γένους φῶς Soph. frg. 497; πῠρ Plat. Crit. 120 a; κακόν Rep. VIII, 556 a; φλογός, κρήνης ἀποσβεσϑείσης, Tim. 58 c Crit. 112 c. – Med. u. aor. II., perf. act., erlöschen, vergehen, ὁ λύχνος ἀπεσβήκει Plat. Conv. 218 b; vgl. Polit. 269 b; ἀπέσβη πυρσὸς ἔρωτος Strat. 24 (XII, 182); τὸ γένος ἀπέσβη Xen. Cyr. 5. 4, 30; τὸ ἱππικὰ μελετᾶν ἀπέσβηκε 8, 8, 13, ist eingegangen; ἀπέσβας Theocr. 4, 39, Schol. erkl. ἀπέϑανες, u. so Sp. öfter; ἀπεσβήκει Δημοσϑένης Plut. Dem. 23.