[332] ἀπο-τρίβω, abreiben, abnutzen, Od. 17, 232; ἵππον, ein Pferd striegeln, Xen. Equ. 6, 2; π ρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Theocr. 24, 131. – Med., von sich abwischen, abweisen, ἀδοξίαν Dem. 1, 11; τὸ πρᾶγμα ὅλον ἀποτρίψασϑαι ἐπιχειρήσει Aesch. 1, 120; τοὺς πελάζοντας Pol. 3, 102. 5, u. öfter; quartanam Cic. Att. 7. 5; πεῖραν Plut. Thes. 26; δεήσεις Brut. 17; τὸ αἰδοῖον Stoic. rep. 21.