[333] ἀπο-τρωπάω, praes. ion. ep. = ἀποτρέπω, abwenden, Iliad. 20, 119 ἡμεῖς πέρ μιν ἀποτρωπῶμεν όπίσσω; Od. 16, 405 εἰ δέ κ' ἁποτρωπῶσι ϑεοί; pass., sich abwenden, Od. 21, 112 μηδ' ἔτι τόξου δηρὸν ἀποτρωπᾶσϑε τανυστύος; Iliad. 18, 585 δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων; – sp. D., Ap. Rh. 3, 16.