[340] ἀ-πτήν, ῆνος (πτηνός), noch nicht flügge, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακα Iliad. 9, 323; nicht befiedert, πεζοῖς καὶ ἀπτῆσι Plat. Polit. 276 a.