[349] ἀρήϊος, ion. u. p. = ἄρειος, Hom. oft, z. B. ἀρήια τεύχεα Iliad. 6, 340 ἔντεα 10, 407, ἄνδρες ἀρήιοι 13, 499, ἀρήιοι υἷες Ἀχαιῶν 4, 114, Αἴας ἀρήιος Od. 3, 109. Ἀστεροπαῖος Iliad. 12, 102, Ἀχιλλεύς 16, 166, Τυδέος υἱός Od. 3, 167, Μενέλαος Iliad. 3, 339, Πρωτεσίλαος 2, 698; – Her.; Aesch. Spt. 114; Pind. Ol. 2, 46; auch Alciphr. 3, 58.