[351] ἀρι-πρεπής, ές, hervorragend, ausgezeichnet, schön, αἰγίς Iliad. 15, 309, χηλός Od. 8, 424, ὄρος, Νήριτον εἰνοσίφυλλον αριπρεπές 9, 22, ἵππος Iliad. 23, 453, εἶδος Od. 8, 176, βασιλῆες 8, 390, ἄστρα φαίνετ' ἀριπρεπέα Iliad. 8, 556, ἵνα τ' ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέϑουσιν 9, 441, δότε τόνδε γενέσϑαι παῖδ' ἐμὸν ἀριπρεπέα Τρώεσσιν 6, 477.