[353] ἀριχάομαι, = ἀναῤῥιχάομαι, Arist. H. A. 9, 40 (624 u. 34), von den Bienen, ἀριχώμεναι πρὸς τὰ βρύα τοῖς ἔμπροσϑεν ποσί