[359] ἀῤῥαβών, ῶνος, ὁ, nach VLL. ἡ ταῖς ὠναῖς περὶ τῶν ὠνουμένων διδομένη προκαταβολή, ὑπὲρ ἀσφαλείας, also Handgeld, Unterpfand, Is. 8, 23; Arist. pol. 1, 4, 5; ἔχοντες ἀῤῥαβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν Antiph. Stob. flor. 61, 2.