[370] ἆσθμα (ἄω), τό, schweres, kurzes Athemholen, Beklemmung; ἀργαλέῳ ἔχετ' ἄσϑματι Iliad. 15, 10. 16, 109; ἆσϑμα καὶ ἱδρὼς παύετο 15, 241; Pind. N. 10, 74; Aesch. Pers. 476; ὥσπερ ὑπ' ἄσϑματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσϑαι Plat. Rep. VIII, 568 d; Hauch, φλογός Col. 178; Agath. 51 (IX, 677).