[385] ἀ-τέραμνος, unerweicht, hart, VLL. δυςμετάβλητος (vgl. τέρην); κῆρ Od. 23, 167; ὀργή Aesch. Prom. 190; βροντῆς μύκημα 1064; πέτρα Theocr. 10, 7; τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Pol. 4, 21; vom Wasser, Arist.