[394] αὔρα (ἄω, αὔω), ἡ, Hauch, Luftzug, Pind.; Tmgg., κόμη δι' αὔρας ᾄσσεται Soph. O. C. 1263; frische Morgenluft, Od. 5, 469 αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρη πνέει ἠῶϑι πρό; die kühle Luft vom Wasser Her. 2, 19; vgl. Arist. mund. 4; Wind, ποντιάς Eur. Hec. 448; günstiger Wind bei der Schifffahrt, Xen. Hell. 6, 2, 17; δᾴδων αὔρα τις εἰςέπνευσε μυστικωτάτη Ar. Ran. 316; Sp., Nonn. Vgl. ξανϑαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται Antiphan. Ath. XVI, 624 b.