[395] αὐστηρός (αὔω), die Zunge trocken u. rauh machend, sauer, herb, bes. vom Weine, Ggstz γλυκάζων Ath. I, 20 c; vgl. Arist. probl. 3, 13; vom Wasser, Plat. Phil. 61 c; τράπεζα αὐστηρὰ καὶ λιτή, schlechte u. geringe Kost, Plut. cup. div. 5; übertr., finster, mürrisch, streng, ποιητὴς αὐστηρότερος καὶ ἀηδέστερος Plat. Rep. III, 398 a; αὐστηρότατοι τοῖς βίοις Pol. 4, 20; αὐ στηρόν τι ἔχει ἡ πραγματεία 9, 1.