[400] αὐτο-πρός-ωπος (πρόςωπον), in eigener Person, ohne Maske, ὑποκρίτης Ath. X, 452 f; κάλλος Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; Ggstz δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόςωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.