[433] βαρύ-γδουπος, für βαρύδουπος, stark tosend, Ζεύς Pind. Ol. 6, 81; ἄνεμος P. 4, 210; ἀῆται Ep. ad. 373 (IX, 674); sp. D., Mus. 270 ϑάλασσα.
Pierer-1857: Baru