[434] βαρύθω, beschwert sein, niedergedrückt werden, βαρύϑει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῠ Iliad. 16, 519, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. O. 213 u. sp. D., wie βαρύϑεσκέ οἱ γυῖα Ap. Rh. 1, 43; τινί 2, 47; ὑπό τινι Nic. th. 135; schwer sein, στήλη Philet. 2 (VII, 481).