[439] βάτος, ἡ, nach Schol. Theocr. 1, 132 bei Ar. auch ὁ, Dornstrauch, stachliches Gewächs, Od. 24, 230 κνημῖδας δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων, χειρῖδάς τ' ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκα, ἅπαξ εἰρημ.; αὐχμηρή Ep. ad. 704 (App. 383); σκολιά Zenod. 2 (VII, 315); übh. Dorn, ἀντὶ ῥόδων τὴν βάτον οὐ δέχομαι Rufin. 38 (V, 28); βάτος Ἰδαία, Himbeerstrauch, Diosc.; Theophr. braucht es masc. gew. = Brombeerstrauch.