[447] βλαίσωσις, ἡ, eigtl. Krümmung der Füße nach außen, Galen.; wie praevaricatio übertr., Arist. rhet. 2, 23 med. ἡ βλ. τοῦτ' ἔστιν, ὅταν δυοῖν ἐναντίοιν ἑκατέρῳ ἀγαϑὸν καὶ κακὸν ἕπηται, ἐναντία ἑκάτερα ἑκατέροις.