[450] βλοσυρός, auch 2 End., Hes. Sc. 250 u. Man. 2, 6; Hom. zweimal; Iliad. 15, 608 vom Hektor μαίνετο δ' ὡς ὅτ' Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῠρ οὔρεσι μαίνηται, βαϑέης ἐν τάρφεσιν ὕλης· ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσϑην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν; 7, 212 Αἴας ὦρτο πελώριος, μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι; die Bedeutung scheint = »schrecklich«, »furchtbar« zu sein; Apoll. Lex. Homer. p. 51, 27 βλοσυροῖσι καταπληκτικοῖς. ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἡ βλοσυρῶπις. Letzteres Epitheton hat die Gorgo Iliad. 11, 36; vgl. s. v. βλοσυρῶπις. – Die Folgenden gebrauchen βλοσυρός zum Theil in der Bedeutung »ernst«, »mannhaft«, »Ehrfurcht einflößend«. Hes. μέτωπον, Κῆρες, λέοντες, Sc. 147. 250. 175; αἱμάτων βλοσυρὸν ἄγος, schrecklich, Aesch. Eum. 161; γενναῖοι καὶ βλ. Plat. Rep. VII, 535 a; Theaet. 149 a; Sp.; ψυχή Nicostr. com. bei Eust. 677, 4; σεμνὸν καὶ βλ. ὁρᾶν Ael. V. H. 12, 21; schrecklich, Ap. Rh. 2, 740; πρόςωπον Theocr. 24, 116; κῦμα, χεῠμα, Antiph. 6 Bian. 5 (IX, 84. 278); φλοῖσβος Ἐνυαλίου Mnasale. 4 (VI, 125); δάκος Nic. Th. 336, Schol. καταπληκτικὸν ϑηρίον; κύδων Nic. Al. 234, Schol. στυπτικός. Bei Theophr. βλοσυρωτέρα πίσσα, horridior, Plin. 16, 12; hart, rauh, τροφή, Id. – Adv., Hel. 10, 27.