[473] γαμψ-ῶνυξ, υχος, mit krummen Klauen, Hom. dreimal, αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, den vierten Fuß schließend, αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι Iliad. 16, 428 Od. 22, 302, αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od. 16, 217; – Hes. Sc. 405; οἰωνοί Aesch. Prom. 486; παρϑένος, Sphinx, Soph. O. R. 1192; Arist. H. A. 6, 6; ταρσός, des Adlers, Strat. 63 (XII, 221).