γείνομαι

[478] γείνομαι, Nebenform von γίγνομαι; ΓΙΝ = ΓΕΝ mit Guna u. Umlaut, ΓΑΙΝ, ΓΕΙΝ? Oder entstanden aus ΓΕΝΊΟΜΑΙ? Oder bloße Dehnung aus ΓΕ'ΝΟΜΑΙ? – Vgl. τείνω, ΤΕΝ-. – 1) praes. u. imperf., geboren, gezeugtwerden, Hom. u. sp. D.; Iliad. 22, 477 γεινόμεϑα, Bekker γιγνόμεϑα, 10, 71 γεινομένοισιν, Bekker γιγνομένοισιν, 23, 79 γεινόμενον, Bekker γιγνόμενον, Iliad. 20, 128. 24, 210 Odyss. 4, 208. 7, 198 γεινομένῳ, Bekker γιγνομένῳ. Scholl. Aristonic. Iliad. 20, 125 ἕως τοῦ γεινομένῳ ἐπένησε (vs. 128) ἀϑετοῦνται στίχοι τέσσαρες: hiernach las Aristarch Iliad. 20, 128 γεινομένῳ, wahrscheinlich also auch an den übrigen Stellen γεινόμεϑα, γεινομένοισιν, γεινόμενον, γεινομένῳ, Sengebusch Aristonic. p. 13 sq. – 2) aorist. ἐγεινάμην, erzeugen, gebären, Hom. oft; z. B. Iliad. 5, 800 ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς; 1, 280 ϑεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ; 7, 10 ὃν κορυνήτης γείνατ' Αρηίϑοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις; Odyss. 8, 312 ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασϑαι ὄφελλον; Odyss. 20, 202 Ζεῦ πάτερ, οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, conjunct. zu ἐγεινάμην. nicht zu γεί. νομαι, statt γείνηαι. – Folgende: ἡ γειναμένη, die Mutter, Her. 4, 10; Xen. Mem. 1, 4, 7; Arist. H. A. 7, 2 die Kindbetterin; οἱ γεινόμενοι, die Eltern, Hes. Th. 1, 120. 122 u. Folgende; auch übertr. aufs Vaterland, Eur. Phoen. 1003. Vgl. übrigens γίγνομαι γειόθεν, = γῆϑεν, Callim. frg. bei Schol. Ap. Rh. 2, 375.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 478.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: