[487] γέφῡρίζω, nach VLL. ἐν Ἐλευσῖνι ἐπὶ τῆς γεφύρας τοῖς μυστηρίοις καϑεζόμενοι ἔσκωπτον τοὺς παριόντας; übh. = zügellos schimpfen, Plut. Sull. 6. 13.