[536] δείλατα, plural. von δεῖλαρ, Köder, Lockspeise, Lesart des Kallistratus (Sengebusch Homer. diss. 1 p. 55) Odyss. 12, 252, ἰχϑύσι τοῖς ὀλίγοισι δόλον κατὰ δείλατα βάλλων, Aristarch εἴδατα, Scholl. Didym. εἴδατα· οὕτως Ἀρίσταρχος. ὁ δὲ Καλλίστρατος δείλατα. Auch Callimach. scheint hier δείλατα gelesen zu haben; Etymol. m. p. 254, 46 Δέλεαρ –, ἀφ' οὗ καὶ δείλατα. Καλλίμαχος (frgm. 458)· ἐν δ' ἐτίϑει παγίδεσσιν ὀλέϑρια δείλατα δοιαῖς.