δηρίω

[568] δηρίω, streiten; Theocrit. 25, 82 ἐδήρισεν, τινὶ περίτινος; Lycophr. 1306 δηρίσοντας, τινί; Orph. Arg. 410 ὄφρ' ἂν ἔγωγε δηρίσω Κείρωνι; vs. 420 δήρισαν. – Depon. δηρίομαι in der Bdtg des activ.: Homer Odyss. 8, 76 ὥς ποτε δηρίσαντο ϑεῶν ἐν δαιτὶ ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν; Iliad. 17, 734 οὐδέ τις ἔτλη πρόσσω ἀίξας περὶ νεκροῦ δηρίσασϑαι, var. lect. δηριάασϑαι; in derselben Bdtg wie in diesen Stellen der aorist. med. steht der aorist. passiv. Iliad. 16, 756 τὼ περὶ Κεβριόναο λέονϑ' ἃς δηρινϑήτην, vgl. ἱδρύνϑην ἱδρύω. Euphorio bei Tzetz. Lyc. 440 δηρινϑέντες (Meineke Anal. Alex. p. 90); Orph. Lith. 670 δῆρινϑῆναι; Apoll. Rh. 2, 16 δηρινϑῆναι; 1, 1343 δηρίσασϑαι; 4, 1767 δηρίσαντο; das Praes. bei Pind., Ol. 13, 44 δηρίομαι; das futur. bei Theocr., 22, 70 δηρισόμεϑα. – Vgl. δηριάομαι, δῆρις, ἀδήριτος.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 568.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: