[575] δια-δέρκομαι (s. δέρκομαι), durchblicken; Einen durch Etwas hindurch erblicken; Homer. Iliad. 14, 344 μήτε ϑεῶν τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἀνδρῶν ὄψεσϑαι· τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω χρύσεον. οὐδ' ἂν νῶι διαδράκοι ἠέλιός περ, οὗ τε [575] καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασϑαι. – Stasin. bei Tzetz. Chil. 2, 713.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]