δια-κοσμέω

[583] δια-κοσμέω, ordnen, in Ordnung bringen; Hom. Iliad. 2, 476 ὥς τ' αἰπόλια αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, ἃς τοὺς ἡγεμόνες διεκόσμεον ἔνϑα καὶ ἔνϑ α ὑσμίνηνδ' ἰέναι; vs. 126 ἡμεῖς δ' ἐς δεκάδας διακοσμηϑεῖ. μεν Ἀχαιοί; vs. 655 Ῥοδίων –, οἳ Ῥόδον ἀμφινέμοντο διὰ τρίγα κοσμηϑέντες, Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ Κάμειρον; von Jägerschaaren Odyss. 9, 157 διὰ δὲ τρίχα κοσμηϑέντες βάλλομεν; vom Aufräumen und Reinigen eines Saales Odyss. 22, 457 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο, medium Homerisch in der Bedeutung des activ. Vgl. ἀποκοσμέω, ἐγκοσμέω, κατακοσμέω. – Folgende: Herodot. 1, 100 ἐπείτε δὲ ταῦτα διεκόσμησε καὶ ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι: τὴν πομπήν Thuc. 1, 20; τὰ ἄλλα διεκόσμησε τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ 2, 100; τὰ πράγματα Plat. Phaed. 98 b; πόλεις Legg. III, 685 b; λόγον Phaedr. 277 c; auch Sp.; τὴν πολιτείσν, τὰς ἱερωσύνας, Plut. Thes. 24 Num. 14.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 583.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika