[597] διαιπορθέω, (ganz) zerstören Il. 2, 691 Λυρνησσὸν διαπορϑήσας καὶ τείχεα Θήβης; διαπεπόρϑηται τὰ Περσῶν πράγματα Aesch. Pers. 702, die Macht ist vernichtet, wie πόλις Eur. Hel. 111; von einem Menschen, διόλωλα, διαπεπόρϑημαι Soph. Ai. 880; auch in Prosa, Sp., wie Dion. Hal. 8, 50.