[603] δια-σπείρω, ausstreuen, verbreiten, vertheilen; δραχμὰς στρατιῇ Her. 3, 13; πατρῴαν κτῆσιν μάτην, vergeuden, Soph. El. 1283; ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη Plat. Legg. III. 699 d; κατὰ πάντα διεσπαρμένον Soph. 260 b; διέσπαρται ὁ λόγος Lys. 11, 8; πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον Soph. El. 738, liefen auseinander; διεσπάρϑησαν Xen. An. 4. 8, 17 ist jetzt in διεσπάσϑησαν geändert; διεσπαρμένοι, zerstreut, Xen. Hell. 5, 3, 1, u. Sp.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]