[603] δια-σπουδάζω, 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί μάλιστα ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, ὅπως μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
Meyers-1905: Dia [2] · Dia [3] · Dea Dia · Dia [1]
Pierer-1857: Dia [3] · Dia [2] · Dia [1]