[609] δι-αυγής, ές, durchglänzend; ἄστρα Ap. Rh. 2, 1104; πτέρυγας χρυσείαις φολίδεσσι διαυγέας 1, 221; durchsichtig, ἅλμη Bian. 3 (IX, 227); νᾶμα Antiphil. 31 (IX, 277); ἀμέϑυστος ad. 113 (v, 205); πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Damochar. 4 (Plan. 310); öfter ποταμός, ὕδωρ, Themist.; vgl. Luc. D. Mar. 3, 2; dah. χαλκός, Spiegel, Callim. Lav. Pall. 21.