[624] δι-ηνεκής, ές, att. διᾱνεκής (ἤνεγκον, διαφέρω, vgl. δουρηνεκής, κεντρηνεκής, ποδηνεκής), stetig, ununterbrochen fortlaufend, sich lang hinerstreckend. Homer: νώτοισιν διηνεκέεσσι Iliad. 7. 321 Odyss. 14. 437, von Thieren; ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ' ἀραρυῖαι, δρύες, Iliad. 12, 134; ῥάβδοισι διηνεκέσιν Iliad. 12, 297, an einem Schilde; ἀτραπιτοὶ διηνεκέες Odyss. 13, 195; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Odyss. 18, 375; Adverbium διηνεκέως, in der Verbindung διηνεκέως ἀγορεύειν, ausführlich, genau, bestimmt erzählen, Odyss. 4, 836. 7, 241. 12, 56. – Διᾱνεκῆ σώματος μέρη Anaxandr. Ath. X, 455 f; λόγος Plat. Hipp mai. 301 e; Sp.; von der Zeit, νόμος Plat. Legg. VIII, 839 a; νύξ Luc. V. H.. 1, 19; διηνεκεῖς αἱ ὀπῶραι Ath. XIV, 653 f; ἐς τὸ διηνεκές, für immer, App. B. C. 1, 4. – Adv. διηνεκέως, att. διηνεκῶς u. διᾱνεκῶς; καταλέγειν Hes. Th. 627; vgl. Aesch. Ag. 319; – sp. D.