[671] δύη, ἡ, Unglück, Elend = Att. Prosa κακοπάϑεια; Homer viermal, Odyss 14, 215. 338. 18, 53. 81; merkwürdig ist Odyss. 14, 338 ὄφρ' ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην, Scholl. Ἀριστοφάνης δύῃ ἐπὶ πῆμα γένηται, ἀντὶ τοῠ ἐπὶ τῇ δύῃ· ἵνα μοι πῆμα ἄλλο γένηται. δύναται δὲ λείπειν ἡ ἐξ, ἵν' ᾖ ἐκ τῆς δύης ἐπὶ βλάβην ἔλϑοιμι; vgl. Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο. Ueber die Abstammung des Wortes vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 32 u. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1 S. 204. – Aeschyl Prom. 513 πημοναῖς δύαις τε; Eum. 562 ἀμηχάνοις δύαις, u. öfter; δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ Soph. Ant. 1295; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Ai. 918; sp. D., wie Nic. Al. 19 Th 920. Auch App. B. C. 4, 42.