[683] δύς-κολος (von κόλον nach Ath. VI, 262 a, d. i. δυςάρεστος καὶ σικχός), schwer zu befriedigen, unzufrieden, mürrisch; γῆρας Eur. Bacch. 1249; γερόντιον Ar. Equ. 42; καὶ χαλεπός Vesp. 942; Plat. oft auch von Sachen, schwierig, καὶ χαλεπὴ ἡνιόχησις Phaedr. 246 b; ϑεραπεία Theag. 121 b; πρός τι Rep. III, 407 b; Folgde, z. B. Arist. Eth. 4, 6 ὁ πᾶσι δυςχεραίνων – δύςερις καὶ δύςκολος. – Adv., δυςκόλως, z. B. ἔχειν Isocr. 4, 129; πρός τι, 3, 1; δυσκολώτερον διάκειμαι Plat. Phaedr. 84 a.