[714] ἐγ-χρώζω, = Folgdm, übertr. νόμον ἐν τοῖς ἄϑεσι καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασι τῶν πολιτῶν ἐγχρώζεσϑαι δεῖ Archyt. Stob. fl. 43, 134.