[733] εἰν-άλιος, p. = ἐνάλιος; κῆτος Od. 4, 443; εἰναλίη κήξ, κορῶναι, 5, 67. 15, 478; εἰναλία Ἔλευσις Pind. Ol. 9, 106; Theocr. 21, 39 u. a. D.