[784] ἐκ-τυπόω, aus-, abdrücken, bes. von erhabener Arbeit, ausprägen; οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι Plat. Conv. 193 a; ἐν τῷ βάϑρῳ τὰ ἑαυτοῠ ἔργα ἐξετύπωσεν Xen. Equ. 2, 1. Auch im med., ὥσπερ εἰς κάτοπτρον τὴν δόξαν εἰς τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοήν, abbilden, Plat. Theaet. 206 c, vgl. Legg. VI, 775 d; Sp.