[810] ἐμ-παλάσσω, darin, damit verwickeln; ἐν ἕρκεσι ἐμπαλασσόμενοι, darin verwickelt, Her. 7, 85; vgl. Thuc. 7, 84 (Schol. ἐμπλεκόμενοι); Ael. H. A. 15, 1 τῷ ἀγκίστρῳ, vom Fisch.