[812] ἐμ-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι , mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.