[814] ἐμ-πλέκω, einflechten, verflechten, verwickeln; εἰς ἀπέραντον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχϑήσεσϑε Aesch. Prom. 1081; οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματα 643; πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη Soph. O. R. 1264; ἡνίαισιν ἐμπλακείς Eur. Hipp. 1236; ἐν πυκνοῖς δεσμοῖσιν Ar. Thesm. 1032; Plat. u. Sp.; vom Flechten der Haare, Ath. XII, 525 e; von Kränzen, Theocr. 3, 23. Auch übertr., ἐν βιαίοις ἐμπλακέντων πόνοις σωμάτων Plat. Legg. VII, 814 b; ἐν τοσούτοις κακοῖς Isocr. 8, 112; ἐς φιλίαν τινός Pol. 27, 6, 11; γυναικὶ ἐμπλέκεσϑαι, sich mit einem Weibe einlassen, D. Sic. 18, 2.