[820] ἐμ-φράσσω, att. -φράττω, hineinstopfen; φύλλα εἰς τὰς ὀπάς Geop.; verstopfen, versperren, αἱ νῆες τὸ μεταξύ Thuc. 7, 34; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, τοὺς πόρους τῆς πηγῆς, Pol. 5, 62, 4. 34, 9, 6; στόμα Dem. 19, 209; καὶ συγκλείειν Plat. Tim. 71 c; übertr., τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg. 124; ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aesch. 3, 223; Sp.; überh. hindern, βοηϑείας D. Sic. 14, 56. Das med., Nic. Th. 79 Al. 191; = act., τί τινι, τὸ κεχηνός, Luc. Tim. 19.